σερίφης

σερίφης
Αξιωματούχος της εκτελεστικής εξουσίας σε περιοχές της Μ. Βρετανίας, Ιρλανδίας και ΗΠΑ. Η νομική τους θέση στη Μ. Βρετανία καθορίζεται από κανόνες του κοινού δικαίου και αποφάσεις της Βουλής. Στη χώρα αυτή δεν μπορούν να γίνουν σ. οι φτωχοί, οι λόρδοι, οι ιερωμένοι και οι αξιωματικοί που δεν έχουν αποστρατευτεί. Στις ΗΠΑ ο σ. εκλέγεται από τον πληθυσμό που πρόκειται να εξυπηρετήσει και οι αρμοδιότητες του είναι διοικητικές και αστυνομικές. Ο σ. ενεργεί συλλήψεις, φροντίζει για τις φυλακές, παρακολουθεί την εφαρμογή των κανόνων οδικής κυκλοφορίας και την πώληση αλκοολικών ποτών σε προκαθορισμένα ωράρια. Ο όρος σ. προέρχεται από τον αγγλικό sheriff. Ο σ. είναι συνήθως τυπικός ήρωας των αμερικανικών ταινιών του τύπου «gουέστερν».
* * *
ο, Ν
1. τίτλος ευγενών μουσουλμάνων οι οποίοι ανάγουν την καταγωγή τους στον Μωάμεθ, αλλ. σαρίφ
2. τίτλος τών σουλτάνων τού Μαρόκου, τών διοικητών τής Μέκκας, καθώς και ανώτατων αξιωματούχων τής Τουρκίας
3. εκλεγμένος αξιωματούχος τής εκτελεστικής εξουσίας και τού δικαστηρίου διοικητικής περιοχής τών ΗΠΑ ο οποίος, μαζί με τον βοηθό του, είναι υπεύθυνος για την τήρηση τής τάξης και ασκεί αστυνομική εξουσία για την εφαρμογή τού ποινικού δικαίου
4. ανώτερος εκτελεστικός αξιωματούχος μιας αγγλικής κομητείας ή μικρότερης περιοχής ο οποίος έχει διάφορες διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες
5) μτφ. παληκαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αραβικής προέλευσης (πρβλ. αγγλ. sheriff)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σεριφικός — ή, ό, Ν [σερίφης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σερίφη («σεριφικό διάταγμα») …   Dictionary of Greek

  • σερίφ — ο άκλ., και σερίφης, ο (λ. αραβ.) 1. τίτλος ευγενών μουσουλμάνων. 2. αιρετός αξιωματικός στις ΗΠΑ που έχει περιορισμένη αστυνομική και δικαστική εξουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”